Cecil Beaton. Ο Δανδής Φωτογράφος

Cecil Beaton. Ο Δανδής Φωτογράφος

Το Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας Ρεθύμνης (σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης), φιλοξένησε τον Μάρτιο 2001, στους χώρους της Δημοτικής Πινακοθήκης «Λ. Κανακάκις» την έκθεση φωτογραφίας: Cecil Beaton. Ο Δανδής φωτογράφος. 

Ο Cecil Beaton, γεννήθηκε το 1904 στη Βρετανία, την εποχή βασιλείας του Εδουάρδου. Η τότε αυλή, υπακούοντας στο βασιλικό γούστο, βίωνε μέρες λάμψης ντυμένης με αιθέρια ρούχα, κλείνοντας τα μάτια για να μη βλέπει τον τρόμο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κεντρικός πυρήνας διασκέδασης το θέατρο, αρεστό σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, με τους απαστράπτοντες ηθοποιούς της μουσικής σκηνής ντυμένους επίσης στην «ιδεολογία» της ομορφιάς. Ο νεαρός Beaton γοητεύεται από τον κόσμο αυτό και αναζητά την ομορφιά για να την εγκλωβίσει στο φωτογραφικό του φακό. 

Οι φωτογραφίες των σταρ αποκτούν ένα πολύ ιδιαίτερο εικονογραφικό ενδιαφέρον στη δουλειά του Beaton. Η περιγραφή της ανθρώπινης προσωπικότητας σε συνδυασμό με την αποθέωση των θεατρικών ρόλων εμπλέκονται μόνιμα.

Η δεκαετία του 1930 είναι η αρχή της δόξας του Beaton του οποίου το συμβόλαιο με τη Vogue του επιτρέπει να εισχωρεί παντού φωτογραφίζοντας μόδα και κοσμικότητα. 

Το 1935 φωτογραφίζει το περίφημο πορτραίτο της Marlene Dietrich, φωτογραφία που τον καθιερώνει στον κόσμο του θεάματος.

Ζώντας συνεχώς μεταξύ Παρισιού και Νέας Υόρκης, συναντά συχνά προσωπικότητες της τέχνης και κάνει τα αξεπέραστα πορτραίτα του Pablo Picasso, της Gertrude Stein, του Jean Cocteau και του Salvador Dali. Οι φωτογραφίες του εμπνέονται από την εικαστική γραφή του σουρεαλισμού και της νεορομαντικής ζωγραφικής του Pavel Tchelitchew και του Christian rard. 

Ο Beaton είναι δημιουργός των σκηνικών και των κοστουμιών για το θέατρο και το σινεμά του «Ωραία μου Κυρία» που τον καθιερώνει και το 1964 του χαρίζει δύο Όσκαρ.
Η αποθέωση του Beaton, φτάνει το 1968 με τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που του αφιερώνει η National Portrait Gallery του Λονδίνου, που για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλοξενεί στο χώρο της φωτογραφία.
Η ίδια έκθεση παρουσιάζεται τον επόμενο χρόνο στο Μουσείο της πόλης της Νέας Υόρκης. Το 1972 ο Cecil Beaton δέχεται το παράσημο των ιπποτών ενώ το 1974, η υπέρλαμπρη καριέρα του διακόπτεται από την παράλυση. Συνεχίζει όμως να σχεδιάζει και να φωτογραφίζει ως το τέλος για τη δική του ικανοποίηση. 

Οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα τον αποκατέστησαν χαρακτηρίζοντάς τον, εκτός από δανδή φωτογράφο, ένα καλλιτέχνη που αποκαλύπτει στην εποχή του τη σχέση των ψευδαισθήσεων και της πραγματικότητας. 

Η έκθεση του Beaton στο Ρέθυμνο, οργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας Ρεθύμνης. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα ενώ το υλικό της έκθεσης ανήκει στο Αρχείο Cecil Beaton του οίκου Sotheby του Λονδίνου. 

Την έκθεση απάρτιζαν επτά ενότητες με τους ακόλουθους τίτλους: Αρκαδικά Ειδύλλια, Λαμπερές Υπάρξεις, Ιστορικά Θέματα, Υψηλό Στυλ, Οι Τέχνες, Σκηνοθετώντας με Λαμπρότητα και Μία καινούργια γενιά Μποέμ: Οι δεκαετίες ’60 και ’70. 

Στο Ρέθυμνο η έκθεση έμεινε ανοιχτή από 16 Μαρτίου έως 27 Απριλίου 2001.