Έκθεση “Τα Εφήμερα”
Επιμέλεια: Μαρία Μαραγκού
Διάρκεια: 20 Σεπτεμβρίου - 29 Οκτωβρίου 1995
Σημειώσεις για μια έκθεση με τίτλο «Τα Εφήμερα»
Η ιδέα της έκθεσης «Τα Εφήμερα» γεννήθηκε πριν τρία χρόνια (1992) στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας».
Πάντα με γοήτευε η ατμόσφαιρα της εφημερίδας, οι συζητήσεις των δημοσιογράφων και τα τηλέφωνα που χτυπούν, όταν κάποιο θέμα καίει αλλά και οι ώρες της πλήξης, όταν το θέμα είναι πεπερασμένο δίχως κάτι καινούργιο να’ χει φανεί ή δίχως την διάθεση να σοφιστεί κάποιος μια είδηση.
Πόσο διαρκεί η είδηση σε μια εφημερίδα; Συνήθως ένα 12ωρο. Όσο περίπου η ζωή του τυπωμένου χαρτιού, που θα αγοραστεί το πρωί και το ίδιο βράδυ θα’ χει πεταχτεί στα σκουπίδια. Κι όμως, αυτή η πολύ προσωρινή ζωή μιας εφημερίδας, αποκτά σημασία τεράστια στο χρόνο, αν σκεφτεί κανείς ότι είναι εκείνη που γράφει την ιστορία.
Με την μοίρα μιας εφημερίδας, συνέδεσα ανθρώπους ιδιαίτερους να κάνουν μια δουλειά που δόξασε το εφήμερο.
Κι επειδή στη ζωή, όπως και στην τέχνη, όλα είναι επιλεκτικά και υποκειμενικά θέλω ν’ αναφερθώ στη Βεατρίκη Σπηλιάδη και στους παντοτινούς μου φίλους, τη Σούλα Αλεξανδροπούλου και το Χρήστο Χειμάρα, εφήμερες παρουσίες που γεννούν τον τρόμο απέναντι στην κοινή μας μοίρα. Ο βιομηχανικός μας πολιτισμός, όσο κι αν μας κληροδοτεί ρεαλιστικές και χρησιμοθηρικές ρήσεις, αυτές είναι ανίκανες να μας παρηγορήσουν για τα επερχόμενα: Ότι δηλαδή, εμείς είμαστε τα εφήμερα: Άνθρωποι και ανθρώπων έργα, προορισμένα να μην αγγίξουν στην ιστορική εκείνη συγκυρία που θα τα φέρει αντιμέτωπα με το Θεό.
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο Πραξιτέλης, ο Michlangelo, ο Leonardo ή ο Vermeer όταν τέλειωναν ένα έργο, αν ήταν ικανοποιημένοι ή σίγουροι ότι θα’ καναν διάλογο με την ιστορία, αν υποψιάζονταν ότι τα έργα τους και η σκέψη τους θ’ ακύρωναν την εφήμερη ύπαρξή τους.
Δεν ξέρω τι σκέφτονταν οι μεγάλοι της πρωτοπορίας όταν δούλευαν «εφήμερα» έργα. Αν υποψιάζονταν ότι κάνουν τομή, αν το πάθος της επανάστασης, του καινούργιου, έκαιγε τόσο ώστε να μην αφήνει περιθώρια συλλογισμών, στο πρόσωπο του Θεού που λέγεται και Κρόνος και Χρόνος. Είμαι σίγουρη, ωστόσο πως και ο καλλιτέχνης των ημερών μας βιώνει «εσαεί» το αίσθημα που του παράγει το έργο του όση ώρα διαρκεί η δημιουργία και πως δεν έχει άλλη επιλογή! Έργα εφήμερα, αισθήματα εφήμερα, που κι’ αν ξεπεράσουν τον χρόνο τους, το χρόνο μας, αυτό θα’ ναι μέσα από την περιγραφή της εικόνας τους σ’ ένα χαρτί, την μεταγλώσσα του έργου δηλαδή, τη φωτογραφία του.
Η δική μας γένεση, ο δικός μας χρόνος λοιπόν, στην ροή της ιστορίας δεν είναι ο ιδανικός. Τα έργα που απευθύνονται στο αιώνιο έχουν γεννηθεί ή θα γεννηθούν.
Κι εμείς;
Βιώνουμε την «φτήνια» μας, υπό την απειλή της σύγκρισης με την μεγάλη τέχνη των μουσείων, τη μεγάλη σκέψη των βιβλιοθηκών. Κι αυτή μπορεί και ναναι η περηφάνια μας. Η επιλογή να κερδίζεις με αξιοπρέπεια την φτήνια, γνωρίζοντας καλά, πως, οι ηρωικές μορφές έχουν ένα απατηλό χαρακτήρα. Με την απόλυτη γνώση ότι δεν επιθυμούν νάρθουμε αντιμέτωποι με κανένα Θεό.
Τα εφήμερα γεννήματα, είναι επηρμένα ζωντανά μέσα στο στοχασμό της ανεξαρτησίας τους.
Τα ίδια διαρκούν όσο και οι κοινωνίες των εφήμερων που, περιγράφει ο Αριστοτέλης στις ιστορίες των ζώων. Δεν θα αντιταχθούν στα αιώνια έργα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, γιατί δεν επιθυμούν να κάνουν ναούς για το Θεό, ούτε στη μεγάλη τέχνη των Αιγύπτιων, γιατί δεν προφταίνουν να κάνουν τάφους. Θα υπάρχουν, σαν εφήμερα πετάγματα μέσα στο χρόνο, πρόσκαιρα ζωντανά, σαν εφήμεροι έρωτες στην Ομόνοια και στα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας, με δυνατούς δεσμούς συμμετοχής στις δικές τους στιγμές που περιέχουν ωστόσο απορίες με αρχέγονη προέλευση. Κι αυτές οι απορίες δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εφήμερες. Μοιάζουν με τα ίδια τα εφήμερα και την πορεία της ζωής τους μέσα στην προοπτική της ανόδου ή της καθόδου –άρα της κίνησης- που μας λέει ο Αριστοτέλης, στον κύκλο που μας διδάσκει ο μεταφυσικός Πλάτων. Το ίδιο το έργο των καιρών μας, με τα πιο φθαρτά εφήμερα υλικά, δικαιούται ένα μερίδιο του χρόνου, χάριν των στιγμιαίων αποριών του.
Όχι σαν υποκατάστατο αθώωσης ενώπιον της μοίρας, ούτε σαν ομολογία ενοχής. Αλλά χάριν εκείνων των ερωτημάτων που φτιάχνουν το δεσμό της ζωής, καθώς η απορία βυθίζεται όλο και πιο βαθειά στο παρελθόν.
Τα έργα της έκθεσης, δουλεύτηκαν για να εκφράσουν την σχέση του καλλιτέχνη με το εφήμερο, τον προσωπικό διάλογο του καθενός με τον τρόμο ή τη χαρά της εφήμερης ύπαρξής του και της ύπαρξης της δουλειάς του ή των αισθημάτων του απέναντι στο έργο, την διακίνηση ή την χρησιμότητα.
Η έκθεση δεν επιχειρεί να κάνει κανενός είδους ταξινόμηση με σκοπό να συνδράμει την ιστορία της τέχνης του καιρού μας. Αντίθετα, επιθυμεί σφόδρα να την μπερδέψει.
Οι καλλιτέχνες δεν έχουν απαραίτητα όμοια ή συγγενή εικαστική γλώσσα, έχουν όμως κοινό αίτημα. Την ανεξαρτησία του στοχασμού τους, απέναντι στη ζωή και την τέχνη. Και την διάθεση να παίξουν με την έννοια του εφήμερου χρόνου τους, απαντώντας φτηνιάρικα πως: ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς. Απάντηση που δίνει δήθεν, ο Ηράκλειτος στον έμπορο, στον σατυρικό διάλογο του Λουκιανού, για το τι είναι ο Χρόνος.
Εξ’ άλλου, η απόφαση να «συνεκτεθούμε, έγινε με κριτήρια καθαρά υποκειμενικά.
Είναι οι σκέψεις τους, στα έργα τους και τις κουβέντες μας, που αγαπώ.
Η αγωνία της Ρένας, ο τρόμος του Γρηγόρη, η κόκκινη αιχμή του ισορροπιστή του Γιώργου, το είναι –μη είναι της Αιμιλίας, η πρόκληση της Άσπας, το συναίσθημα της Μαρίας, η επιθετική ευαισθησία της Αντουανέττας, η χαρά της ζωής του Άγγελου, η ενοχή του Γιάννη, η τρυφαράδα του άλλου Γιάννη, το μυστικό της Βάλυς, το παλιατζίδιο του Βασίλη, η καυστικότητα του άλλου Άγγελου, το ταξίδι του Ιωάννη, ό,τι οικειοθελώς, χάσαμε.
Με την έπαρση, πως «Τα Εφήμερα» είμαστε εμείς και το ξέρουμε καλά, δεν θα αφιερώσουμε, ποτέ, κανένα από τα κάτοπτρά μας στην Θεά. Τα κρατάμε, επιθυμώντας να βλέπουμε βαθιά, τις αλλαγές του τίποτα στην ροή του δικού μας χρόνου.
Μαρία Μαραγκού 1994
(Καλλιτέχνες: Αγγελίδη Αντουανέττα, Αδαμάκος Γιάννης, Ιωάννης, Γιώργος Λάππας, Μαρία Λοϊζίδου, Ανδρέας Μαλέκος, Βάλυ Νομίδου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Ρένα Παπασπύρου, Αιμιλία Παπαφιλίππου, Γρηγόρης Σεμιτέκολο, Άγγελος Σκούρτης, Βασίλης Σκυλάκος, Άσπα Στασινοπούλου, Γιάννης Τζερμιάς)