Γιάννης Μόραλης, 1993

1993, 14 Ιουλίου  - Οκτώβριος
Αναδρομική του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα
Επιμέλεια: Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Βασιλική Αγίου Φραγκίσκου Ρεθύμνης

Αναδρομική του Γιάννη Μόραλη
Επιμέλεια: Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα
Βασιλική Αγίου Φραγκίσκου Ρεθύμνης

Έκθεση με έργα από την Εθνική Πινακοθήκη. Αφορούσε το ξεκίνημα και τη συνέχεια δύο κορυφαίων ελλήνων καλλιτεχνών.




Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29/08/94
Γράφει η Μαρία Μαραγκού

Κάποιοι φιλότεχνοι τη χαρακτήρισαν ως την ωραιότερη παρουσία των έργων των κορυφαίων καλλιτεχνών. Η αλήθεια είναι πως τα έργα του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα και του Γιάννη Μόραλη, εκτεθειμένα σ’ ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Ρεθύμνης, τη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου, ανταλλάσσουν μία παραπάνω από θετική ενέργεια με το περιβάλλον του ενετικού κτιρίου.

“Διαμαντόπετρες της Εθνικής Πινακοθήκης” χαρακτήρισε τα έργα η διευθύντρια Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, κάνοντας πριν από δύο εβδομάδες την πρώτη ξενάγηση στους κατοίκους της Κρήτης και τονίζοντας τι διάθεση του ιδρύματος να γνωστοποιήσει τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας της ελληνικής τέχνης στο εκτός Αθήνας κοινό.

Είκοσι δύο έργα του Γιάννη Μόραλη και είκοσι τρία του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, από τη δωρεά των δύο ζωγράφων στην Εθνική Πινακοθήκη, εκτίθενται στον Άγιο Φραγκίσκο, στο Ρέθυμνο, ως τα μέσα Οκτωβρίου.

Η έκθεση οργανώθηκε  με αίτημα της “Πινακοθήκης Λ. Κανακάκις – Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνης”, που λειτουργεί, όπως είναι γνωστό, από τον περασμένο Οκτώβριο σ’ ένα συντηρημένο και εξοπλισμένο τεχνικά για να δεχτεί έργα τέχνης, παλιό σαπουναριό,κάτω από τη Φορτέτζα.

Και βέβαια, η συγκεκριμένη έκθεση έργων του Γιάννη Μόραλη και του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, έργων που εγκαινίασαν το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης της Κέρκυρας με ευθύνη του Μάνου Στεφανίδη, πέρυσι, μαζί με τα έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, κρίνεται ως η καλή αρχή για την ευρύτερη επικοινωνία των κατοίκων και των επισκεπτών της Κρήτης με την ελληνική τέχνη.

Το ενετικό μνημείο, η Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου, χώρος συντηρημένος με ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Πανεπιστημίου Κρήτης, αποδεικνύεται ένας θαυμάσιος εκθεσιακός χώρος, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα έργα θα είναι δυνατά ώστε να μπορούν να επιβιώσουν στο μεγάλο καθαρό ορθογώνιο, πανύψηλο και με ένα θαυμάσια δουλεμένο ξυλόγλυπτο καφέ ταβάνι.

Στο βιβλίο των επισκεπτών, που έχει καλύψει κιόλας αρκετές σελίδες παρά το γεγονός ότι η έκθεση λειτουργεί περίπου δύο βδομάδες, σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και άλλες περισσότερο γνωστές ή όχι γλώσσες (βλέπετε η Κρήτη έχει τεράστιο και πολυποίκιλο τουρισμό) έχουν ενδιαφέρον οι παρατηρήσεις γύρω από τα έργα (εγκωμιαστικές όλες) αλλά και η σχέση των έργων με το χώρο, που δεν έχουν και πολλές ευκαιρίες να τον δουν οι επισκέπτες τουλάχιστον, αφού η απουσία φυλάκων τον κρατά κλεισμένο συνήθως.

Με την έκθεση αυτή, το μνημείο στολισμένο λιτά με τα έργα μένει ανοιχτό ως τις 11 το βράδυ, ενώ οι τρεις δυνατοί προβολείς που φωτίζουν το εξωτερικό μέρος κάνουν ορατές όλες τις λεπτομέρειες του κορινθιακού ρυθμού θυρώματος της μονόκλιτης βασιλικής και των κιονόκρανων του σύνθετου ρυθμού, τόσο αγαπητού στην Αναγέννηση. Αλλά και τα στοιχεία της πόρτας του σχολείου δίπλα, επίσης με ενετική θύρα αλλά και ένθετα στοιχεία από την Τουρκοκρατία, τότε που το σχολείο λεγόταν τούρκικο (ονομασία που παραμένει) που είχε μετατραπεί σε φτωχοκομείο.

Αλλά ας ξανάρθουμε στα έργα και στη σχέση, αυτή την εφήμερη έστω, που έχουν με το χώρο ως τον Οκτώβριο που θα μείνουν εκεί ώστε να μπορέσουν να δουν την έκθεση οι μαθητές και οι φοιτητές και στο μάθημα που δίνουν οι ίδιες οι φόρμες και η ζωγραφική, σε σχέση με το χώρο.

Τα έργα έχουν τοποθετηθεί σε ευθεία, ακολουθώντας τη δομή της αίθουσας (ιδιαίτερα εκείνα του Γιάννη Μόραλη επιζητούν την αυστηρότερη λιτότητα), ενώ δυο πανό έχουν χωρίσει κατά κάποιον τρόπο τον χώρο σε δυο μέρη, χρησιμεύοντας παράλληλα για την ανάρτηση μικρότερων έργων, αλλά και των βιογραφικών και άλλων στοιχείων των δυο καλλιτεχνών, που κρίθηκε απαραίτητο να μπουν μεγεθυμένα σε ελληνικά και αγγλικά.

Το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί λίγο σκηνογραφικό στην τοποθέτηση είναι το μεγάλο επιτύμβιο του Γιάννη Μόραλη στην κόχη της Βασιλικής.

Ο φωτισμός δεν άλλαξε καθόλου, από τη στιγμή που χρειάστηκε να γίνουν σεβαστά τα στοιχεία που έχουν επιλέξει το πανεπιστήμιο και η Αρχαιολογική Υπηρεσία για την αίθουσα, ενισχύθηκαν μόνο οι λάμπες και μπήκε ένας πρόσθετος προβολέας για την ομάδα των έργων που βρίσκονται σε πανό.

Το αποτέλεσμα ανατρέπει την άποψη ότι η ζωγραφική πρέπει οπωσδήποτε να εκτεθεί σε απαστράπτοντα λευκό ουδέτερο χώρο, αλλά και δίνει ένα παράδειγμα πως το παρόν και το μέλλον μπορούν να είναι η καλή συνέχεια του παρελθόντος, άρρηκτα δεμένη μαζί του.