Οίκαδε. Κρήτες Καλλιτέχνες

Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνης (σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης), φιλοξένησε από τις 1η Μαρτίου 2003, στους χώρους της Δημοτικής Πινακοθήκης και στον Χώρο Τέχνης 8, την έκθεση «Οίκαδε. Κρήτες Καλλιτέχνες».

Εκατόν εξήντα τρεις Κρήτες καλλιτέχνες από όλο το νησί, την Αθήνα, άλλα μέρη της Ελλάδας αλλά και το εξωτερικό, συναντήθηκαν στο Ρέθυμνο για να εκθέσουν όλοι μαζί.

Την επιτυχία της έκθεσης επισφράγισε το ενδιαφέρον του κόσμου που την επισκέφθηκε.

Η έκθεση παρέμεινε ανοιχτή έως την Τετάρτη 30 Απριλίου 2003.





OIKAΔΕ
Μαρία Μαραγκού, Καλλιτεχνική Διευθύντρια Μ.Σ.Τ. Κρήτης

Η τέχνη, δεν έχει πατρίδα. Γεννιέται οπουδήποτε και απευθύνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ιστορία της τέχνης μας αποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης, από τη φύση του ταξιδευτής, κάπου γεννιέται, κάπου ζει και εργάζεται και αφήνει το ίχνος του στα μουσεία του κόσμου ή στη συλλογική συνείδηση κάποιων που με τη σειρά τους θα γίνουν φορείς μίας διαδικασίας κοινωνικής και ηθικής μετατροπής, δημιουργώντας στο πεδίο που ονομάζουμε τέχνη. Και αν κάτι συνδέεται άρρηκτα με τον καλλιτέχνη, τον σύγχρονο καλλιτέχνη κυρίως, δεν είναι ο τόπος αλλά ο χρόνος, η πραγματικότητα του καιρού του που, την βιώνει στην καθημερινή πρακτική της συναναστροφής, των εικόνων του δρόμου, των εικόνων της τηλεόρασης και του internet.

Τα σημεία αναφοράς του δεν είναι ακριβώς εκείνα που πρωτοείδε σαν αρμονία πλαστικής αντίληψης, ένα υφαντό για παράδειγμα που εναρμονίζει την γεωμετρικότητα του χρωματισμένου φωτός με την έκφραση του κεντημένου ανάγλυφου που  εμπεριέχει τον όγκο,  αλλά η ίδια η παιδεία που απόκτησε ταξιδεύοντας σε βιβλία και μουσεία, παιδεία κοινή για τον καλλιτέχνη του χρόνου μας.

Ο ελληνικός μας τόπος, αναρωτήθηκε πολλές φορές τι είναι το μοντέρνο για τους καλλιτέχνες του, αν νομιμοποιείται η  ταύτιση και ως ποιο βαθμό με τα κινήματα του 20ου αιώνα, ως ποιο σημείο μπορούμε να μιλάμε για μιμητισμό ή για δάνεια, αλλά και εισχώρηση του «ξένου» και μετάπλαση του σε «ελληνικό». Πως και κάτω από ποιους όρους επήλθε η ρήξη με την παράδοση στο τόπο τούτο και πως γονιμοποιήθηκε η πρόσληψη των νέων στοιχείων και πότε? Για τα μέσα του 19ου ή έστω τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δεν μπορούμε να μιλάμε. Ο διάλογος αρχίζει κάπου στη πρώτη δεκαετία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα  και μαζί η ρήξη με την εντόπια παράδοση των μεταβυζαντινών χρόνων της τουρκοκρατίας και τον απόηχο της ως τότε.

Παλιές ιστορίες, ολίγον απολογητικές για μας τους έλληνες ως πριν λίγα χρόνια, όταν η διαφήμιση και τα Μ.Μ.Ε. γοήτευσαν την τέχνη και η εικόνα έγινε κοινή πίστη. Παλιές ιστορίες και νέα δεδομένα στα οποία παραμένουν συμμέτοχοι οι έλληνες καλλιτέχνες καθώς και εκείνοι άλλων περιφερειακών χωρών σε σχέση με τα διεθνή Κέντρα της τέχνης.

Τι μπορεί να σημαίνει μια έκθεση Κρητών καλλιτεχνών στις αρχές της τρίτης χιλιετίας; Διάλογος για πιθανές  υπόγειες σχέσεις και ιδιώμάτα που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα σε καλλιτέχνες με κοινό τους στοιχείο την καταγωγή, αναζήτηση κάποιου κίτρινου, μίας πιθανής παράδοσης που φτάνει από την άκρη της φτερούγας ενός αγγέλου του Δομίνικου ή μήπως ανανέωση μίας καταγωγής που αντλεί από το μπλε ουλτραμαρίνα και τα γαιοχρώματα, από την σύγκρουση των αντιφατικών και αντιμαχόμενων ισχυρών στοιχείων μίας φύσης; Μήπως ο χρόνος μας στο οποίο αναφερόμαστε έχει διαφορετικές σημασίες για τον καθένα που τον υπερασπίζεται μέσα από την προσωπική του πραγματικότητα;

Η έπαρση δεν είναι ο οδηγός μας, όσο και να αγαπούμε αυτές του ποικίλους τόνους γαιοχρωμάτων που ξεχωρίζουν στο μπλε ουλτραμαρίνα. Δεν επιθυμούμε να αποδείξουμε, να διαχωρίσουμε ή να αποκοπούμε. Ταξιδευτές οι Κρήτες, από την πρώιμη ιστορία της ύπαρξης τους, ανταλλάσσουν εμπειρίες και γνώσεις, δανείζουν και αποδέχονται δάνεια.

Η έκθεση, οργανώθηκε με απόλυτα ανοικτούς όρους και προσκλητήριο σε καλλιτέχνες που έχουν κοινή καταγωγή τους την Κρήτη. Καλλιτέχνες του νατουραλισμού, του συμβολισμού, του εξπρεσιονισμού, του ρεαλισμού, γεωμετρικοί, μινιμαλίστες και εννοιολογικοί. Αίτημα του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνης, να δούμε όλοι μαζί, πόσοι είμαστε, ποιοι είμαστε, που βρισκόμαστε, σε ποιους δρόμους μας οδηγεί η τέχνη, τον καθένα χωριστά. Μια πρώτη καταγραφή και μια γιορτή εικαστική, οίκαδε, δηλαδή, στο σπίτι μας.

Η έκθεση με έργα Κρητών καλλιτεχνών σχεδιάστηκε ώστε να είναι ανοικτή σε όλους μέσω πολλών δημοσιευμάτων και ανακοινώσεων στον Τύπο, επιστολών στα μέλη που αντιστοιχούν στο κατάλογο του Εικαστικού Επιμελητηρίου,  της Αθήνας και των πόλεων της Κρήτης καθώς και σε ενημέρωση στους μεγάλους Δήμους και στις Νομαρχίες του νησιού, γνωστοποίηση σε καλλιτέχνες και προσωπικές επαφές.

Συγκεντρώθηκε ένας αριθμός 160 ονομάτων καλλιτεχνών που έχουν περάσει από Σχολές Καλών Τεχνών ή έχουν στο ενεργητικό τους ένα σεβαστό αριθμό ατομικών εκθέσεων και συμμετοχών σε ομαδικές. Αποφασίσαμε να μην συστήσουμε επιτροπή αξιολόγησης των έργων, αλλά, να δεχτούμε όλους όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις ενός μείζονος ή ελάσσονος επαγγελματισμού και μίας παρουσίας στο χώρο ακόμη και ερασιτεχνικής, ώστε να μπορέσουμε να δούμε ξεκάθαρα, το  δυναμικό που προέρχεται από την Κρήτη. Δίχως τοπικιστική έπαρση ή άνευ λόγου ηττοπάθεια. Πόσοι είναι οι καλλιτέχνες μας, ποιοι είναι και τι κάνουν. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν δόθηκε και θεματικό πλαίσιο, το οποίο θα απέκλειε, εκ των πραγμάτων αρκετούς. Η τελική εικόνα της έκθεσης, πιθανώς να είναι άνιση – και ποια ομαδική δεν είναι, αλλά θα είναι πραγματική. Δίχως προθέσεις καλλιέπειας, δίχως ωραιοποίηση. Στην έκθεση «Οίκαδε» παίρνουν μέρος Κρήτες καλλιτέχνες που ζουν και εργάζονται στις ΗΠΑ, σε Ευρωπαϊκές χώρες, σε ολόκληρη την Ελλάδα και φυσικά στο νησί. Τους ευχαριστούμε όλους για την συνεργασία.

Η οργάνωση αυτής της έκθεσης, κοπιώδης. Η Νότα Καραμανέα και η Κατερίνα Κουγιουμουτζή, εργάστηκαν εντατικά για τη συγκέντρωση του τεράστιου αυτού υλικού και την προετοιμασία της έκθεσης. Ο Βαγγέλης Παπιομύτογλου, δούλεψε όπως πάντα ευρηματικά στο σχεδιασμό του καταλόγου.

Υποδεχόμαστε την έκθεση με συγκίνηση και προσμονή.