Κείμενο της
Μαρίας Μαραγκού
Διευθύντριας του Κέντρου Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας
(σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης)
Όσα δεν παίρνει ο άνεμος
Το όνειρο εμπεριέχει την νοσταλγία. Ίσως, ακόμη περισσότερο την επιθυμία.
Την άνοιξη του 1994 είδα για πρώτη φορά τα έργα της έκθεσης “Ζωγραφική στον Κινηματογράφο” της “Συλλογής Hellaffi” στο Πνευματικό Κέντρο “Μελίνα Μερκούρη” του Δήμου Αθηναίων. Και ονειρεύτηκα την ίδια στιγμή, να δω την πολύτιμη τούτη έκθεση στο Ρέθυμνο. Να μοιραστώ τη νοσταλγία των παιδικών χρόνων, με όσους έτυχε παρατηρήσουν για πρώτη φορά μια πρωτόπλεια γιγαντοαφίσα από “Τα Πάθη του Χριστού” ή με το πρόσωπο της Τζένης Καρέζη στον “Έσπερο”, την “Αύρα”, τ΄ ”Αστέρια”, το “Ρεξ” και όλα τα άλλα τα σινεμά που είχε τούτη η πόλη όταν ήταν μικρότερη και που χάνει το ένα μετά το άλλο μεγαλώνοντας.
Η ζωγραφισμένη γιγαντοαφίσα, στις προσόψεις των σινεμά και στους δρόμους χάθηκε μαζί με το καλαθάκι τα φιστίκια και τ’ αμύγδαλα του Μανούσου στο διάλειμμα, οι συλλέκτες των ονείρων ωστόσο, οι φίλοι της Ομάδας “Hellaffi”, ευτυχώς φρόντισαν να διαφυλάξουν τα έξοχα αυτά κομμάτια, που δεν πήρε ο άνεμος, για να τα θαυμάσουμε και να τα αξιολογήσουμε ανεξάρτητα από την όποια νοσταλγία.
Είναι μία καλή στιγμή, αυτή, που γίνεται η έκθεση “Ζωγραφική στον Κινηματογράφο” στην Δημοτική Πινακοθήκη μας.
Τα εκατό χρόνια από την ανακάλυψη του κινηματογράφου από τον Louis Lumière και τα εκατό χρόνια της μοντέρνας τέχνης συμπίπτουν με τον πρώτο χρόνο που το Ρέθυμνο, επίσημα πια, λειτουργεί σαν πόλη της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας, του Εθνικού Πολιτιστικού Δικτύου Πόλεων. Η γιορτή, που την χαρά της γευόμαστε, είναι τριπλή λοιπόν.
Ξεδιπλώνοντας τις ζωγραφισμένες εικόνες που βγήκαν από τα χέρια άξιων δημιουργών για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες μιας εποχής –όταν δεν υπήρχε η τηλεόραση, όταν η πληροφορία διοχετευόταν με άλλους τρόπους, λιγότερο μαζικούς, άρα περισσότερο ανθρώπινους, όταν η διαφήμιση δεν καθόριζε τα πάντα, ακόμη και την ζωή μας-εμείς γιορτάζουμε την τέχνη της αυθορμησίας, της γρηγοράδας. Του εφήμερου, που ο χρόνος δεν έδρασε καταλυτικά επάνω του σαν Κρόνος για να καταπιεί την τέχνη των επτά μόνο ημερών –τόσος ήταν ο προορισμός της ζωγραφισμένης γιγαντοαφίσας του κινηματογράφου- επιτρέποντάς της να μεταλλαχτεί σε αιώνια, γιατί έχει τη δική της αλήθεια, έτσι όπως μιλά για τον μύθο.
Συνθέσεις επινόησης, χρώματα καθαρά, πρόσωπα γιγαντιαία, δουλεμένα με πλακάτη πινελιά, στην οποία όμως ο καλλιτέχνης δεν παραλείπει να παίξει στις αντιθέσεις που δημιουργούν το φως και η σκιά, το φόντο, καμιά φορά η προοπτική, στις μεγάλες αυτές τοιχογραφίες του δικού μας αιώνα, που σ’ αυτή την περίπτωση “κλείνει” γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Δεν είναι τυχαίο, που καλλιτέχνες περίφημοι, από εκείνους που δούλεψαν για την υπόθεση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, είναι οι δημιουργοί αυτών των έργων του δρόμου σε εποχές δύσκολες για την τέχνη, κυρίως για την επιβίωση του καλλιτέχνη. Όμως ακόμη κι αν τα έργα που θαυμάζουμε σήμερα έγιναν για να καλύψουν ανάγκες επιβίωσης, το χέρι που τα δημιούργησε ήταν εκείνο του καλλιτέχνη ο οποίος επινοεί, βρίσκει και εφευρίσκει λύσεις, συνεπαρμένος εν τέλει από το προσωπικό του μεράκι, τον έρωτα των χρωμάτων και των μορφών, της φόρμας και του χώρου, είτε δουλεύει στα ατελιέ τα έργα που έχει προαποφασίσει και σχεδιάσει με πολύ προσοχή, είτε στην αποθήκη κάποιου κινηματογράφου. Βλέπετε, για τον αληθινό καλλιτέχνη, όλα είναι έργα της καρδιάς.
Σήμερα, μπορούμε να αξιολογήσουμε τα έργα αυτά, να τα κατατάξουμε σαν συνοδοιπόρους ή και προάγγελους καμιά φορά της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης –ασφαλώς ο Γιώργος Βακιρτζής δεν είδε τον Andy Warhol όταν ζωγράφιζε τις γιγαντοαφίσες για τις προσόψεις των κινηματογράφων αλλά ούτε και οι Κώστας και Γιώργος Κουζούνης ή ο Γεράσιμος Τουλιάτος τα έργα του Edward Hopper ή του Malcolm Morley, που έτσι κι αλλιώς έπονται χρονικά, και κανείς τους δεν γνώριζε τότε τα σημερινά έργα του δρόμου, επίγονους της τοιχογραφίας αλλά και της γιγαντοαφίσας.
Ευχαριστούμε την ομάδα “Hellaffi”, που διαφύλαξε αυτά τα έργα τέχνης, κομμάτι πολιτιστικής κληρονομιάς και απόσπασμα μιας συλλογικής μνήμης, που δεν πήρε ο άνεμος.
Ας τα χαρούμε.