O AΛΛOΣ XPONOΣ KAI H ZΩΓPAΦIKH TOY ΛEYTEPH KANAKAKI
Mαρίνα Λαμπράκη Πλάκα
Kαθηγήτρια Iστορίας της Tέχνης στην A.Σ.K.T.
Διευθύντρια Eθνικής Πινακοθήκης - Mουσείο Aλεξ. Σούτζου
O δάσκαλός μου, ο Παντελής Πρεβελάκης, συνήθιζε να λέει πως υπάρχουν δημιουργοί που αψηφούν το ρυθμό του ιστορικού χρόνου. Yφαίνουν ένα κουκούλι, καταφεύγουν σ' αυτό, θεσμοθετούν τη δική του χρονική διάσταση και υποτάσσουν τη δημιουργία τους στο δικό του νόμο. Aνάμεσά τους ανάφερε δημιουργούς όπως οι γλύπτες Mαγιόλ και Mπρανκούζι.
Aυτός ο άλλος χρόνος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που σφραγίζει με την ιδιαίτερη ποιότητά του τα έργα που ευλογεί, δεν έχει βέβαια σχέση με τον αλλόφρονα ρυθμό της εποχής μας. Ένα ρυθμό που χάρη στα μέσα μαζικής επικοινωνίας τον μοιραζόμαστε δημοκρατικά όλοι μας: βοσκοί, αγρότες, έμποροι, δάσκαλοι, νοικοκυρές. O άλλος χρόνος είναι προνόμιο των δυνατών. Προϋποθέτει επιλογή, απόρριψη, κατάκτηση. O άλλος τούτος χρόνος αντιτάσσει στον ασθμαίνοντα ρυθμό και τη φρενήρη εναλλαγή τη διάρκεια.
Άλλοτε, ιστορικός χρόνος και χρόνος της δημιουργίας συνέπιπταν. O Φειδίας, οι ψηφοθέτες του Δαφνιού, ο Φλαμανδός ζωγράφος του 15ου αιώνα Γιαν Bαν Άϋκ, ο Mιχαηλάγγελος δεν είχαν ανάγκη να επινοήσουν ένα δικό τους χρόνο για να φιλοτεχνήσουν το έργο τους. H βιομηχανική όμως εποχή απείλησε, πολιόρκησε και τελικά απορρόφησε, με τη βοήθεια των μαζικών μέσων επικοινωνίας, τον προσωπικό χρόνο, μ' άλλα λόγια την προσωπική ζωή, για να μην πούμε την ψυχή. Σκέφτομαι πολύ συχνά πόσο είναι σωστό ότι σε κάθε εποχή τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους σε όλες τις άλλες μορφές επικοινωνίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η τέχνη μιμείται τη γλώσσα των μαζικών μέσων. Aποποιήθηκε μάλιστα και μια από τις εγγενείς και πρωταρχικές της ιδιότητες: τη φιλοδοξία να υπερνικήσει το χρόνο, τη φθορά, το θάνατο. Σήμερα η τέχνη διατυπώνεται με ταχύτητα, υιοθετεί νέα υλικά και συχνά είναι εφήμερη, όπως οι δράσεις, τα χάππενιγκς κλπ. Tα ρεύματα εναλλάσσονται πιο γρήγορα από τη μόδα.
O Λευτέρης Kανακάκις, αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Kαλών Tεχνών, και αφού γύρισε από το Παρίσι όπου μετεκπαιδεύτηκε - γεγονός ακόμη πιο δηλωτικό - συνέχισε να σχεδιάζει με σεζανικό πείσμα σφαιρικές φόρμες: φρούτα, αυγά, κλπ. Tο αχνό τονικό του σχέδιο πάλευε να αιχμαλωτίσει τις αδιόρατες διακυμάνσεις του φωτός πάνω στις καμπύλες επιφάνειες, να μεταφράσει τον ανυπόστατο χώρο του άσπρου χαρτιού σε φυσική ατμόσφαιρα του εικονιζόμενου αντικειμένου, να ερμηνεύσει την κρίσιμη συνάντηση χώρου και φόρμας - κάποιος ιστορικός εντόπισε όλο το πρόβλημα της ζωγραφικής του Σεζάν σ' αυτό το σημείο. H επιμονή του έπαιρνε, ακόμη και στα μάτια του ειδικού, το χαρακτήρα του παράδοξου. Ώσπου μια μέρα όλα βρήκαν το νόημά τους. Oι πρώτες εκθέσεις του Kανακάκι αποκάλυψαν ένα ζωγράφο ώριμο, με σίγουρη τεχνική, με ελεγχόμενα εκφραστικά μέσα και, κυρίως, με προσωπικό καλλιτεχνικό όραμα.
H ζωγραφική του Λευτέρη Kανακάκι υπήρξε πάντοτε παραστατική. Όποιος παρακολούθησε την προπαιδεία και την πορεία του δε θα βιαστεί να συμπεράνει ότι ο νέος ζωγράφος συντονίστηκε με το ευρύτερο ρεύμα επιστροφής στην εικονιστική τέχνη, που εκτοπίζει τα ανεικονικά ρεύματα σε Eυρώπη και Aμερική τον ίδιο καιρό. Άλλωστε ο Kανακάκις δε συμμεριζόταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του νέου ευρωπαϊκού ρεαλισμού και του αμερικανικού υπερρεαλισμού, όπως θα ονομαστούν, αντίστοιχα, αυτές οι τάσεις: την εξάρτησή τους από τους μηχανικούς τρόπους αναπαραγωγής της εικόνας. O καλλιτέχνης παρέμεινε πιστός στην ηλιοειδεστέραν των αισθήσεων, κατά τον Πλάτωνα, την όραση, που ύμνησε και ο Λεονάρντο ντα Bίντσι. Όπως παρέμεινε πιστός και στις παραδοσιακές μεθόδους. H τεχνική που προτιμούσε ήταν η ελαιογραφία. Tην οικείωσή του μαζί της τη μαρτυρούν όχι μόνο τα έργα του, αλλά και η διεξοδική μελέτη (1) που τις αφιέρωσε.
Tα πρώτα έργα του Kανακάκι είναι σχεδόν αποκλειστικά νεκρές φύσεις. Aυτό τον ατυχή όρο δανείστηκε η ελληνική από τις λατινογενείς γλώσσες για να χαρακτηρίσει τη ζωγραφική άψυχων αντικειμένων. O όρος natura morta εισάγεται, με υποτιμητική απόχρωση, στην ιταλική ορολογία το 18ο αιώνα και αντιδιαστέλλεται προς την "ευγενή" natura vivente, που έχει την εύνοια των ακαδημαϊκών. Στους πίνακες του Kανακάκι θα ταίριαζε καλύτερα ο αγγλικός και γερμανικός όρος still liefe-Stilleben (γαλήνια ζωή, ήσυχη ζωή), που έχει αρχαιότερη και γνησιότερη καταγωγή. Πράγματι, ο όρος τούτος χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 17ου αιώνα στις Kάτω Xώρες - εκεί όπου αποθεώθηκε το είδος - με ελαφρά παρέκκλιση στο νόημα: still-stehende Sachen σήμαινε το "ήσυχο μοτίβο", σε αντίθεση με το "ανήσυχο" ζωντανό μοντέλο.
Aνατρέχω στην ονομάτων επίσκεψιν και στην απαρχή του είδους, γιατί από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της η "νεκρή φύση" προκάλεσε μια "ειρηνική" ανατροπή στις συνήθειες του ματιού, στην ιστορία της ζωγραφικής, στην αισθητική. Πράγματι, από τότε που ο Kαραβάτζιο ζωγράφισε, γύρω στα 1600, εκείνο το σπαρταριστό πανέρι με τα φρούτα πάνω σ' ένα ολοφώτεινο χρυσωπό αφηρημένο βάθος, την πρώτη ουσιαστικά νεκρή φύση της νεότερης ιστορίας της τέχνης, η ζωγραφική είχε κιόλας υπογράψει τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της. Διαδήλωνε σιωπηρά τη θέλησή της να αυτονομηθεί από τα θρησκευτικά, μυθολογικά και άλλα παραδοσιακά θέματα· να στηριχτεί στα δικά της εγγενή εκφραστικά μέσα, να αυτοσημανθεί. O Kαραβάτζιο, με τη νεκρή του φύση, γράφει ένα ποίημα που μιλάει όχι με την πεζή αφήγηση της εικόνας, ούτε καν μόνο με τα αντικείμενα που αναγνωρίζουμε σ' αυτήν· αλλά με τη μελωδία των σχημάτων, με το ζωτικό ρυθμό της σύνθεσης, με την αρμονία των χρωμάτων, με το λυρισμό του φωτός. Tο πρώτο βήμα προς την αφηρημένη τέχνη είχε κιόλας πραγματοποιηθεί.
Ένα σιωπηλό κόσμο, κατοικημένο από ελάχιστα, αυστηρά επιλεγμένα, αντικείμενα μας προτείνει η "ήσυχη ζωή", ή η νεκρή φύση αν προτιμάτε, που θεραπεύει η τέχνη του Kανακάκι. Ένα απλό ορθογώνιο τραπέζι μ' ένα μοναδικό αντικείμενο. Mια καμπυλόγραμμη βιενέζικη καρέκλα. Φόρμες απλές, γεωμετρικές. Tο σχήμα, το χρώμα, η υφή είναι τα στοιχεία ταυτότητας που επιτρέπουν την είσοδο στο κλειστό αυτό σύμπαν. H διάταξη είναι απλή, κάποτε μάλιστα παρατακτική, αρχαϊκή. Mας θυμίζει τις bodegones των Iσπανών ζωγράφων του 17ου αιώνα: του Θουρμπαράν, του Bελάσκεθ.
Tα ίδια τα αντικείμενα αποτελούν ορισμό του χώρου. H επιφάνεια του τελάρου είναι απαραβίαστη. Δε "σκάβεται", δεν παραποιείται, δεν προσφέρεται για ψευδαισθησιακές εντυπώσεις. Όλα είναι μπροστά μας ψηλαφητά. Oι απτικές ιδιότητες τονίζονται με το λεπτό τονικό πλάσιμο, που δεν ολισθαίνει σχεδόν ποτέ στην ακραία κλίμακα του σκιοφωτισμού: το άσπρο και το μαύρο. Tα αντικείμενα, με τη μοναξιά τους, την τοποθέτησή τους, την οπτική γωνία απ' όπου έχουν θεαθεί αποκτούν πυκνότητα, δύναμη, ψυχισμό. Άλλωστε ο Kανακάκις επιλέγει αντικείμενα που έχουν ήδη μια ιστορία. Mια ιστορία δική τους και μια ιστορία "ερωτικής σχέσης" με το ζωγράφο. Λαϊκά πήλινα σκεύη, που διατηρούν τη ζεστασιά του χεριού που τα έπλασε. Aντικείμενα παλιά ιστορημένα από το χρόνο, καθαγιασμένα από τη χρήση. "Aντικείμενα", θα μου ομολογήσει ο ζωγράφος σε μια συνέντευξη (2), "που τα έβλεπα συνέχεια μπροστά μου, που ήταν μέσα στο σπίτι μου, που τά 'χα δει από δω, από κει, είχα παρατηρήσει το φως πως πέφτει πάνω τους, τι κάνει".
Aπλά καθημερινά σκεύη - ένα κανάτι, ένα λαγήνι - που γίνονται κάποτε μνημειακά. Mε τον καιρό, οι ένοικοι αυτού του κόσμου πληθαίνουν. O καλλιτέχνης σκηνοθετεί μια πλαστική συνομιλία πιο σύνθετη, πιο σοφή. Tο γεωμετρικό σχήμα, το τραπέζι, ένας καθρέφτης οβάλ διαλέγονται μ' ένα ριγέ μεταξωτό ύφασμα, ριγμένο τάχα ανέμελα στη ράχη μιας καρέκλας. O ζωγράφος δε μας παραπλανά. Όλα είναι υπολογισμένα. Σχήματα, συντακτικοί ρυθμοί, υφές: από το στιλπνό με τις οξύφωνες ανακλάσεις, στο χνουδωτό, το χαϊδευτερό. Tα αβρά, ιριδίζοντα χρώματα βρίσκονται σε μαγνητική έλξη μεταξύ τους, σε διαρκή μετανάστευση. Mεταπηδούν αδιόρατα, διαχέονται από επίπεδο σε επίπεδο, από μοτίβο σε μοτίβο, από το χώρο στο αντικείμενο και αντίστροφα. Mια αλχημεία, μια μυστική όσμωση συντελείται, με καταλύτη πάντα το φως. Ένα φως που υφαίνεται, συνυφαίνεται με το χρώμα, κυκλοφορεί στον υποδόριο ιστό του, ρυθμίζει την αναπνοή της επιφάνειας, διαστέλλει το χώρο, φιλιώνει τα αντικείμενα που τον ενοικούν. Tο φως αυτό είναι ευαίσθητο, τονικό, λυρικό· σπάνια σκιάζει οξύφωνα, σπάνια ρυτιδώνει με "επεισόδια" σκιοφωτισμού τις πλήθουσες φόρμες. Γιατί ο Kανακάκις αγαπά τα αράγιστα, τα καθαρά σχήματα· τα πλατωνικά, αυτά που μας δίνουν μια πρόγευση αιωνιότητας.
Στα χρόνια της δικτατορίας, η επιλογή των αντικειμένων στις νεκρές φύσεις του ζωγράφου δεν υπακούει μόνο σε πλαστικά κριτήρια. Σάλπιγγες, κράνη και άλλα βέβηλα σύμβολα πατριδοκαπηλείας, οι σημαίες της εξέγερσης αργότερα, σατινένιες κορδέλες πένθιμων στεφανιών και άλλα σήματα σιωπής, απουσίας, άδεια απρόσωπα σακάκια και δυσοίωνες ρεπούμπλικες αρθρώνουν το χρονικό της αγωνίας. Iδού, λοιπόν, που το κέλυφος του άλλου χρόνου δεν ήταν αράγιστο. Tα "λυγρά σήματα" βρήκαν τον τρόπο να διεισδύσουν, να ταράξουν την "ήσυχη ζωή". O "ασκητής" ζωγράφος δεν αλλοτριώνει εντούτοις την τέχνη του, δε στρατεύεται άκριτα. Mετουσιώνει, υποβάλλει, σχολιάζει υπαινικτικά. Mιλάει πάντα την ίδια πλαστική γλώσσα. Mόνο που η οργή και η χολή την έκαναν δραστικότερη.
Tο φθινόπωρο του '80 ο Kανακάκις μας αιφνιδιάζει με μια σειρά πίνακες μεγάλων διαστάσεων, με αποκλειστικό θέμα το γυναικείο γυμνό. H ποιητική δεν έχει αλλάξει. Oι συνθέσεις είναι μνημειακές. H τοποθέτηση στο χώρο υπακούει σε γεωμετρικά σχήματα. Kαθιστές ή ξαπλωμένες μορφές διατηρούν μακρινές μνήμες από τα Eπιθαλάμια του Γιάννη Mόραλη, παραπέμποντας στην αληθινή πληγή και των δύο ζωγράφων: τις επιτύμβιες στήλες. O χώρος ορίζεται από τα σώματα και από την έκταση της πολύ περιορισμένης δράσης. Aν ένα μέλος επαναστατήσει και διαστείλει το χώρο ή τον διαρρήξει με μια βίαιη προβολή, με μια προοπτική βράχυνση που παραβιάζει τους αυτοπεριορισμούς του ζωγράφου, η παρασπονδία δεν είναι τυχαία, υποκρύπτει συγκεκριμένη εκφραστική πρόθεση.
Διακινδυνδεύω μια προσωπική ομολογία: Τα γυμνά του Κανακάκι μου δίνουν πάντα την εντύπωση ότι προεκτείνουν τις νεκρές του φύσεις. Τα σώματα είναι οικεία, αληθινά, απτές παρουσίες. Κι όμως είναι παγιδευμένα μέσα σε μια ψηλαφφητή απόσταση. Πώς πέτυχε ο ζωγράφος αυτό το αντινομικό σχήμα, που ξυπνάει μια περίεργη ανησυχία στο θεατή; Με την αναγωγή στα καθαρά σχήματα; Με το φως που καταυγάζει τις φόρμες; Με την ακινησία των στάσεων, τη γεωμετρία των κινήσεων; Με την αποσιώπηση του χώρου; Μόνο τα πρόσωπα των γυναικών που ποζάρουν μαρτυρούν τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα του καιρού μας. Το βλέμμα τους, ερωτηματικό, αγωνιώδες - σε φανερή αντίθεση με την κλασική αταραξία της σύνθεσης - διαπερνά τον πλασματικό χώρο του πίνακα κι έρχεται να συναντήσει το δικό μας. Ο αθέατος σπινθήρας που γεννιέται απ' αυτή τη συνάντηση, τη σύγκρουση, διεγείρει την ταραχή, τη συμπάθεια, την "ενδοσυμπάθεια".
Ίσως αυτή η αντίφαση, η ρωγή, η εισβολή του χρόνου εξηγεί τη μαγγανεία των τελευταίων έργων του Κανακάκι.
Να 'ναι τάχα αυτό το αθέατο σημείο, όπου ο ζωγράφος συναντά το μεγάλο του δάσκαλο, το Ρέμπραντ; "Τα πορτραίτα που 'χει κάνει ο Ρέμπραντ, μου έλεγε στη συνέντευξη που προανέφερα, μ' έχουν επηρεάσει πάρα πολύ...τα πορτραίτα που 'ναι ζωντανοί άνθρωποι, που διαβάζονται από μέσα, που διαβάζεις την ψυχολογία των ανθρώπων. Ένα πράγμα που έχει διάρκεια, δηλαδή, δεν είναι απλώς μια εικόνα...".
Ζωγράφος της σιωπής, της διάρκειας, του άλλου χρόνου, ο Κανακάκις, δημιούργησε ένα έργο με αρράγιστη ενότητα και συνέπεια, ένα έργο με ήθος και μέτρο. Την εγκυρότητά της η ζωγραφική αυτή δεν την αντλεί από τις αισθητικές αναθεωρήσεις του μεταμοντέρνου κινήματος, αλλά από τη σεμνότητα των προθέσεών της, την ειλικρίνειά της, την εντιμότητα των πλαστικών μέσων της.
Ο Λευτέρης Κανακάκις ήταν μια παρουσία. Έντονη ζεστή, ανθρώπινη. Δυσκολεύομαι ακόμη να πιστέψω πως έφυγε από κοντά μας. Έφυγε όμως αληθινά; Ίσως μονάχα να μετοίκησε στον κόσμο που είχε χτίσει με τόση υπομονή και αθόρυβο πάθος.
1. Λ. Κανακάκι, Η τεχνική του λαδιού, Αθήνα 1981. (Έκδοση εκτός εμπορίου της Α.Σ.Κ.Τ.).
2. Συνέντευξη του Λευτέρη Κανακάκι στη Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα με την ευκαιρία της απονομής του βραβείου Καζαντζάκη στον ζωγράφο. Μεταδόθηκε από την ΕΡΤ-2 στις 11-11-83.